- μεμελαθρωμέναι
- μελαθρόωconnectperf part mp fem nom/voc plμεμελαθρωμένᾱͅ , μελαθρόωconnectperf part mp fem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελαθρώ — μελαθρῶ, όω (Α) [μέλαθρον] συνδέω με δοκούς, στερεώνω («καὶ πάντα τὰ θυρώματα, καὶ αἱ χῶραι μεμελαθρωμέναι», ΠΔ) … Dictionary of Greek